Ταϊλανδός

Ταϊλανδός
και Ταϋλανδός, ο, θηλ. Ταϊλανδή και Ταϋλανδή, Ν
ο κάτοικος τής Ταϊλάνδης ή αυτός που κατάγεται από την Ταϊλάνδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ταϊλανδέζος — και Ταϋλανδέζος, ο, θηλ. Ταϊλανδέζα και Ταϋλανδέζα, Ν Ταϊλανδός …   Dictionary of Greek

  • Ταϋλανδός — ο, θηλ. Ταϋλανδή, Ν βλ. Ταϊλανδός …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”